Υ, υ

Υ, υ
Το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό vβu (= καρφί, πάσσαλος), που παρίστανε ένα χειλικό τριβόμενο φθόγγο, παρόμοιο με τους αγγλικούς ν ή w. Το γράμμα αυτό χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για την παράσταση του φθόγγου υ (= ου). Στα ελληνικά αλφάβητα το υ είχε τα σχήματα Υ, --- και V· το τελευταίο σχήμα χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι για την παράσταση του φωνήεντος U και του σύμφωνου V. Ο φθόγγος u της αρχαίας ελληνικής προέρχεται από το υ της ινδοευρωπαϊκής: ινδοευρωπαϊκό jugom, ελληνικό ζυγόν, ινδοευρωπαϊκό dhumos ελληνικό θυμός. Η αρχική προφορά ου διατηρήθηκε γενικά σε όλες τις αρχαίες διαλέκτους εκτός από την ανατολική ιωνική, την αττική και την κορινθιακή, όπου, λόγω μετάθεσης του τύπου άρθρωσης, κατάληξε σε ü. Σποραδικές μαρτυρίες για τη διατήρηση της παλαιάς προφοράς έχουμε από διάφορες διαλέκτους (παμφυλιακή, αρκαδική, κυπριακή, θεσσαλική, λεσβιακή κ.ά.): π.χ. η κώφωση του ο σε υ: υ βωλόμενυς, δάμαρχυς (= ο βουλόμενος, δήμαρχος, παμφυλιακή). Συχνές όμως και κανονικές μαρτυρίες παρέχει η βοιωτική διάλεκτος. Όταν οι Βοιωτοί παρέλαβαν το ιωνικό αλφάβητο, στις αρχές του 4ου π.Χ. αι., παρέστησαν το φθόγγο υ με το σύμπλεγμα ου: κούριος, ουπέρ (= κύριος, υπέρ). Αντίθετα χρησιμοποίησαν το ιωνικό υ για την παράσταση του μονόφθογγου ü στο οποίο είχε καταλήξει η δίφθογγος οι: Fυκίας, αυτύς (= οικίας, αυτοίς). Στην αττική διάλεκτο η οι διατηρήθηκε περισσότερο ως δίφθογγος, και μόνο από τον 3o μ.Χ. αι. παρατηρείται στη γραφή σύγχυση των υ και οι. Η προφορά ü είναι μεταβατική βαθμίδα μεταξύ της παλιάς (u) και της νέας (i) προφοράς. Πάντως τα υ και ι δεν συνέπεσαν πριν από το 10o μ.Χ. αι. Το υ των διφθόγγων αυ και ευ, αφού διατηρήθηκε ολόκληρη την κλασική περίοδο, κατέληξε αργότερα σύμφωνο β πριν από φωνήεντα και ηχηρά σύμφωνα: ευαγγέλιο, αυγή· και φ πριν από άηχα σύμφωνα: αυτός, εύκολος. Η τροπή αυτή έγινε και ύστερα από ανάπτυξη του φθόγγου υ (= ου) στη νεοελληνική: τα ωά’ τα ουγά’ ταβγά’ τ’ αβγά, τα ωτία’ τα ουτία’ ταφτία’ τ’ αφτιά. Στη νέα ελληνική το υ προφέρεται γενικά ι. Διατηρήθηκε όμως σε μερικά ιδιώματα η αρχαία προφορά (τσακωνική, Αίγινας, Μεγάρων, Κύμης, παλαιό ιδίωμα της Αθήνας) και μάλιστα διττή (ου, ιου), ανάλογα με τη θέση και τον προηγούμενο φθόγγο: λιούκο, κούε, γουναίκα, άχουρα (= λύκος, κύων, γυναίκα, άχυρα). Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην αρχαία βοιωτική: Νιομφόδωρος (= Νυμφόδωρος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”